κωλυσίδειπνος

κωλυσίδειπνος
κωλῡσί-δειπνος [ῐ], ον,
A interrupting the banquet, applied to a species of κοχλίας, Apollod. ap. Ath.2.63d, cf. Plu.2.726a.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κωλυσίδειπνος — κωλυσίδειπνος, ον (Α) (για είδος σαλιγκαριών που αν τά έτρωγε κάποιος στην αρχή τού δείπνου δεν μπορούσε να φάει τίποτε άλλο) αυτός που εμποδίζει το δείπνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κωλυσ τού κωλύω (πρβλ. κώλυσ ις) + δειπνος (< δεῖπνον), πρβλ. φιλό… …   Dictionary of Greek

  • κωλυσιδείπνους — κωλυσίδειπνος interrupting the banquet masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δείπνο — το και δείπνος, ο (AM δεῑπνον, το και δεῑπνος, ο) 1. το βραδινό φαγητό («κι ανέγνοιος εκοιμούντονε, το δείπνο να χωνέψει» «ἔχουσι γεῡμα θλιβερόν, δεῑπνον ὀνειδισμένον» «χωρεῑν ἐπὶ δεῑπνον») 2. η ώρα τού βραδινού φαγητού (α. «θα γυρίσουμε κατά το… …   Dictionary of Greek

  • κωλύω — (AM κωλύω, Μ και κωλώ) εμποδίζω κάτι ή εμποδίζω κάποιον να κάνει κάτι, δεν επιτρέπω σε κάποιον ή δεν τόν αφήνω να κάνει κάτι ή δεν επιτρέπω να γίνει κάτι (α. «ὅποι φεύγειν οὐδεὶς κωλύει νόμος», Δημοσθ. β. «μὴ κωλύετε αὐτὰ ἐλθεῑν πρός με», ΚΔ γ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”